28/5/09

ΜΗ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ

I.
Μέρα τη μέρα αναγγελία θανάτου
τ’ άστρα που έπλεαν στον ουρανό της ψυχής μου
τα ‘καψα. Κι άλλα βούλιαξαν
στ’ απόνερα της νύχτας.
Ο αποσπερίτης δεν αναγγέλλει πια τίποτα ελπιδοφόρο.
Κι όσα δεν έφυγαν, τα έπνιξα.
Κι όσα δεν έπνιξα, σώπασαν.
Αρνιέμαι τα νησιά, αρνιέμαι τον αέρα
στ’ όνομα μιας αξιοπρέπειας
που δε λογαριάζει την ψυχή.
Καμιάν αυγή δεν περιμένω πια.
Κι αν κάνω το λάθος να υποκριθώ
πως την πιστεύω,
έρχεται λίγη απ’ την καπνιά της νύχτας να μου γνέψει.




Δεν ξέρω αν υπάρχει ελπίδα.
Οι άλλοι πάλι θα μου πουν.
Γιατί όχι εγώ;
Γιατί όχι εγώ;
Δεν είμαι Πλάστης;






Αυτός ο κόσμος μ’ αρνήθηκε
με μικρά δειλά σήματα:
μια ματιά που στράφηκε άβολη,
μια δυνατή φωνή χαράς, που δεν έφτασε ως μέσα.
Κι εκεί που διάβαζα τον κόσμο κάποτε,
στα βότσαλα, στον άνεμο των δέντρων
στο μπλε τ’ ουρανού,
έμεινε ένα ερωτηματικό.
Οι δρόμοι είναι άδειοι.
Εγώ τους άδειασα. Η ματιά μου.
Και ποια αθανασία να ζητήσω πια;
Ποια υπόσχεση μπορεί πια να ισχύσει;


ΙΙ.
Φέτος το καλοκαίρι ήταν μικρό.
Πολλά κουνούπια και πολλή σιωπή.





Όμως τα ροδάκινα ωρίμασαν νωρίς
και με περίμεναν.
Κι όλα τα φρούτα μου υποσχέθηκαν
ψιθυριστά μια λέξη.
Κι εγώ τα πίστεψα.
Το ηλιοτρόπιο μου έδειξε τον ήλιο,
κραταιό πάνω στο λεπτό κορμό του.




Η θάλασσα με έγδυσε απ’ τα ρούχα
Μου πέταξε λέξεις, παρουσίες, χθες και αύριο
και μ’ άφησε γυμνή.
Μου ’δωσε μιαν υπόσχεση
κι εγώ την πίστεψα.
Βαθιά στο βάθος των νερών της
μ’ αγκάλιασε, κραταιή,
κι αιώνια.



Κάτω απ’ το δέντρο,
κατάσαρκα στον άνεμο η μισή
κι η άλλη μισή στο χώμα.
Άρωμα γης, καλοκαιριού και πεύκου.
Τα τζιτζίκια με νανούριζαν γλυκά
μου ψιθύρισαν όνειρα μέσα στα όνειρα
και χαμογέλασα.
Τα τζιτζίκια που όλα τα ξέρουν.
Τους έγνεψα Ναι!

Γιατί όλα εκείνα που έχουν νόημα
είναι πάντα, πάντα σιωπηλά…


ΙΙΙ.
Καλώς την, έλα! Πώς σε λένε;
Πέρνα. Εδώ θα δουλέψουμε. Με λένε Πάρη.
Εδώ θα βάλω την καρέκλα μου
δίπλα στο γραφείο.
Εσύ στάσου απέναντι.
Πώς είπες πως σε λένε; Ελένη;
Αχά! Ταιριάζουμε λοιπόν εμείς οι δυο!




Στάσου εκεί, να σε κοιτώ.
Όχι, δεν είμαι ακριβώς ζωγράφος.
Βγάλε τη μπλούζα σου. Μπορείς; Α, μπράβο.
Και τα εσώρουχα.
Δε σε πειράζει να τραβώ φωτογραφίες;
Όχι, καλή μου, χωρίς πρόσωπο θα βγεις,
δεν σε εκθέτω…
Ναι, πολύ καλά. Έτσι.
Πού είναι τα τσιγάρα μου; Καπνίζεις; Όχι;
Στάσου εκεί, να σε κοιτώ.
Ναι, μόνος ζω. Μα, μη μιλάς!
Θέλω να σε δω.
Οι ώμοι… Το χνούδι του στήθους…
Σε πειράζει ο καπνός; Σιωπή!
Ο κύκλος της θηλής…
Σήκωσε λίγο το μπράτσο σου! Μείνε εκεί…
Σήκωσε τα μαλλιά ψηλά. Γύρνα την πλάτη.
Όχι είμαι ανύπαντρος ακόμα.
Δε βρέθηκε η τυχερή!
Η μέση…



Βγάλε τη φούστα σου. Και το καλσόν.
Όλα βγάλ’ τα. Και τα εσώρουχα.
Στάσου τώρα.
Ωραίος καπνός αυτή η μάρκα των τσιγάρων.
Δυνατή αίσθηση.
Τι ρώτησες;
Όχι, δεν έχω φιλενάδα. Όχι τώρα.
Ναι, κάποτε αγάπησα κι εγώ.
Η μέση… μη φοβάσαι, δε σ’ αγγίζω.
Η δυνατή καμπύλη των γλουτών…
Οι μηροί…
Ναι, την αγάπησα πολύ.
Όλα της τα ’δωσα. Ή έτσι νόμιζα.
Πάντως ό,τι είχα το ’δωσα.


Πολύ δυνατοί μηροί.
Έχεις σώμα δυνατό κι ευγενικό.
Το απαλό το δέρμα πίσω απ’ το γόνατο… για να δω…
Έχεις και μια ελίτσα εκεί, το ξέρεις;
Όχι, δε σ’ αγγίζω, μη φοβάσαι…
Ναι, χωρίσαμε, γιατί ρωτάς; Πάνε χρόνια.
Και βέβαια είχα κι άλλες σχέσεις. Πολλές.
Σκύψε.
Ναι, έτσι όπως είσαι, σκύψε!
Να, κάνε πως πιάνεις τα τσιγάρα μου!
Μόνο θα σε κοιτώ. Και μείνε εκεί για λίγο.
Όχι, δε μ’ ερεθίζει η θέα σου, μη φοβάσαι.
Δεν ψάχνω για κοπέλα, ούτε για sex.
Έχω τελειώσει πια μ’ αυτά.
Πώς είπες; νιώθεις άβολα;
Και βέβαια νιώθεις άβολα.
Μα εγώ μόνο γράφω τίποτ’ άλλο.
Τι γράφω; Θα μάθεις όταν έρθει η ώρα του.
Τι είπες; Θέλεις να σε αγγίξω;
Λυπάμαι, γλυκιά μου, δεν μπορώ.
Δε θέλω, δεν μπορώ, δεν το αντέχω…
Δεν ξέρω τι απ’ όλα…
Ίσως να μην τολμώ.
Σηκώσου τώρα.
Ναι, δε μπορώ να πω, δεν έμεινα εντελώς ασυγκίνητος!
Μα δεν μπορώ.
Σ’ έφερα εδώ για να γράψω, καλή μου…
Μισό λεπτό ακόμα, μη μιλάς…
Πιο κοντά μου… θέλω να δω το χνούδι του ώμου…
Μα πώς; σου φαίνεται διαστροφή;
Ε, δικαιούμαι μια κι εγώ, όπως όλοι.
Μην κινείσαι!
Άλλος σ’ αφήνει μόνον να χαθείς,
κι άλλος σε κοροϊδεύει μες στα μάτια σου!
Ε, άλλο βίτσιο ιδιότροπο και το δικό μου!
Δε βαριέσαι…
Δε σε εκθέτω, μη φοβάσαι.
Τα κάλλη σου θα μου δανείσεις τίποτ’ άλλο.
Δεν είναι για να εμπιστευτώ το χρόνο μου ξανά.
Λίγο ακόμα, κι ύστερα είσαι ελεύθερη.
Έχω δουλειά στο στίχο σήμερα.
Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια, γλυκιά μου!

1 σχόλιο:

Ηλεκτρικό Πρόβατο είπε...

Φυσικά τυχαία βρίσκομαι κατω απο το ηλεκτρομπαλκόνι σας και η ψηφιακή σελήνη ακούει τα μουρμουρίσματα των κάποτε τρομερών λύκων.
Θυμηθήτε τοτε που οι μοναχικοί λύκοι ηχούσαν τη νύχτα

Φωνή! Ξανά! Για να φύγω ήσυχος για τις δικές μου σκιές της Σελήνης