Γράφω και σβήνω, σβήνω και γράφω, διορθώνω και μιλάω, διορθώνω τον εαυτό μου, διορθώνω τη σκέψη μου, διορθώνω τις επιθυμίες μου, συνεχίζω να γράφω, το σενάριο της ζωής μου, έχω καλό μπλάνκο μόνο που χάνει λίγο στις άκρες και διακρίνονται οι κορφές των γραμμάτων και κάποιες καλλιγραφικές καταλήξεις τους. Δε μπορώ να τα σβήσω αυτά τα σημαδάκια, ή δεν θέλω; Τα αφήνω να υπάρχουν και συνεχίζω. Συνεχίζω και γράφω, και γράφω, βάζω και υποσημειώσεις, να θυμηθώ να ζήσω τον εαυτό μου έτσι όπως είμαι, βάζω και σελιδοδείκτες, πήγαινε στη σελίδα που θέλεις να γίνεις διάβολος για να μπορέσεις να μιλήσεις σαν αληθινός άνθρωπος. Σας ενδιαφέρει άραγε αυτή η σελίδα; Ή κατευθείαν κλείσατε τα μάτια σας μόλις διαβάσατε τον σελιδοδείκτη; ή κουνήσατε το κεφάλι και είπατε πως ποιητική αδεία, και πάπας μπορείς να γίνεις, φτάνει να κουνήσεις το ακροατήριο; Μπορεί να είναι κι έτσι, αλλά δεν θα υπήρχαν αυτά τα ματωμένα χαρτάκια κάτω από το γραφείο μου, που κάθε μέρα τα μαζεύω και κάθε μέρα ξαναπέφτουν…
Σ’ αυτή τη σελίδα που λέει ‘άλαλα τα χείλη των ασεβών’ και που κοροϊδεύαμε μαζί, υπάρχει και μια υπερσύνδεση με το σύμπαν του ίντερνετ, μια ιστοσελίδα που σε περιμένει, που καραδοκεί να σε ρουφήξει, και γελάει δυνατά ‘άλαλα τα χείλη των ευσεβών, βρε, γιατί κλείνεις τα μάτια σου;’ Ε, υπάρχει και ο δαίμονας του διαδικτύου, σας βεβαιώ, και καθόλου προσφατα δεν τον ανακάλυψα. Εκεί που διόρθωνα κάτι στα σχόλια της ζωής μου –σε ροζάκι απαλό, δεξιά της σελίδας- εμφανίστηκε. Α, θέλω να τον περιγράψω. Ναι, είναι άγγελος. Και του αρέσουν τα’ αστεία δυστυχώς. Και αγαπάει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό του βάζει τρικλοποδιές για να πέσει. Μας λέει καθώς πέφτουμε: ‘αυτό είναι βρε το ζητούμενο! Να πέσεις. Γιατί αν δεν πέσεις, πώς θα σηκωθείς; Νομίζεις πως εκ του ορθίου θα βρεις το δρόμο; Μόνο οι τυφλοί θα περάσουν, μόνο αυτοί που θα βρεθούν δέρμα με δέρμα με το δρόμο. Εκεί, στο μάγουλό σου, να νιώσεις την αγριάδα της πέτρας και τη δροσιά του πράσινου χόρτου. Και μη γκρινιάζεις, Μαρία πως μαζί με τις κάμπιες βρέθηκες. Κάποιοι θα γνωρίσουν σκέτο αέρα’. Δεν θέλω να πω άλλο για τον Άγγελο του Πόνου.
Θέλω να πω για τη σφραγίδα του στη μοίρα του ουρανού. Όπως όλοι έχουν το έμβλημά τους, έτσι κι αυτός έχει το θολό λειψό φεγγάρι με δυο γραμμούλες συννεφάκια κάτω δεξιά. Ίσα να δίνουν μια αίσθηση αθωότητας και να πιστέψεις πως πρόκειται για ρομαντική εικόνα. Λειψό φεγγάρι σαν τα λόγια που λείπουν από τις λέξεις του. Σαν τις σκέψεις του που υπάρχουν, αλλά γραμμένες με λευκό μελάνι πάνω στο χαρτί μου. Οι άνθρωποι κοιτάνε το φεγγάρι και ξεχνούν τα γύρω τους. Να το ολοκληρώσουν –άραγε, πώς θα είναι; Εγώ κατάλαβα πως χωρις να το επιδιώξω μπήκε μόνο του αυτό το έμβλημα στις υποσημειώσεις μου, και πως δεν μπορούσα να το σβήσω από κει. Ποιος ιός το πέρασε στο μητρώο του αρχείου και ακόμα κι αν σβήσω το γραπτό μου αυτό θα μείνει εκεί, να κυριαρχεί έστω και σ’ ένα άδειο αρχείο;
Καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα γύρισε και με κοίταξε με μια λοξή ματιά. Μου είπε ‘πες μου τι βλέπεις σ’ αυτό το λειψό φεγγάρι’. Μου ΄ηρθε να του κλείσω την πόρτα στα μούτρα, να τον εξορίσω από την πλάση. Αλλά, άνθρωπος εγώ, μπορώ να εξορίσω οποιονδήποτε; Από πού; από την ψυχή μου; ‘Βρε, καλώς τις υποσημειώσεις’, θα λέω κάθε λίγο και λιγάκι. ‘Πού είσαι και σ’ έχασα;’ Κι έτσι, παλεύω. Παλεύω να τον τυλίξω στις λέξεις. Παλεύω να τον κάνω να εξαφανιστεί, και καθώς το κερί που τον τυλίγω τον αγκαλιάζει, πιο πολύ με γλυπτό μοιάζει, ως έργο τέχνης αναδύεται, και το κερί πληθαίνει, και οι λέξεις πολλαπλασιάζονται και γινονται το σενάριο της ζωής μου, και μπλέκεται το φεγγάρι με τις λέξεις, και η επιθυμία μου να το εξορίσω με την υποσημείωση, και με μπλέκουν, και γράφω και διορθώνω, και σβήνω με λύσσα, και πάλι γράφω….
28-11-07
Σ’ αυτή τη σελίδα που λέει ‘άλαλα τα χείλη των ασεβών’ και που κοροϊδεύαμε μαζί, υπάρχει και μια υπερσύνδεση με το σύμπαν του ίντερνετ, μια ιστοσελίδα που σε περιμένει, που καραδοκεί να σε ρουφήξει, και γελάει δυνατά ‘άλαλα τα χείλη των ευσεβών, βρε, γιατί κλείνεις τα μάτια σου;’ Ε, υπάρχει και ο δαίμονας του διαδικτύου, σας βεβαιώ, και καθόλου προσφατα δεν τον ανακάλυψα. Εκεί που διόρθωνα κάτι στα σχόλια της ζωής μου –σε ροζάκι απαλό, δεξιά της σελίδας- εμφανίστηκε. Α, θέλω να τον περιγράψω. Ναι, είναι άγγελος. Και του αρέσουν τα’ αστεία δυστυχώς. Και αγαπάει τον άνθρωπο. Γι’ αυτό του βάζει τρικλοποδιές για να πέσει. Μας λέει καθώς πέφτουμε: ‘αυτό είναι βρε το ζητούμενο! Να πέσεις. Γιατί αν δεν πέσεις, πώς θα σηκωθείς; Νομίζεις πως εκ του ορθίου θα βρεις το δρόμο; Μόνο οι τυφλοί θα περάσουν, μόνο αυτοί που θα βρεθούν δέρμα με δέρμα με το δρόμο. Εκεί, στο μάγουλό σου, να νιώσεις την αγριάδα της πέτρας και τη δροσιά του πράσινου χόρτου. Και μη γκρινιάζεις, Μαρία πως μαζί με τις κάμπιες βρέθηκες. Κάποιοι θα γνωρίσουν σκέτο αέρα’. Δεν θέλω να πω άλλο για τον Άγγελο του Πόνου.
Θέλω να πω για τη σφραγίδα του στη μοίρα του ουρανού. Όπως όλοι έχουν το έμβλημά τους, έτσι κι αυτός έχει το θολό λειψό φεγγάρι με δυο γραμμούλες συννεφάκια κάτω δεξιά. Ίσα να δίνουν μια αίσθηση αθωότητας και να πιστέψεις πως πρόκειται για ρομαντική εικόνα. Λειψό φεγγάρι σαν τα λόγια που λείπουν από τις λέξεις του. Σαν τις σκέψεις του που υπάρχουν, αλλά γραμμένες με λευκό μελάνι πάνω στο χαρτί μου. Οι άνθρωποι κοιτάνε το φεγγάρι και ξεχνούν τα γύρω τους. Να το ολοκληρώσουν –άραγε, πώς θα είναι; Εγώ κατάλαβα πως χωρις να το επιδιώξω μπήκε μόνο του αυτό το έμβλημα στις υποσημειώσεις μου, και πως δεν μπορούσα να το σβήσω από κει. Ποιος ιός το πέρασε στο μητρώο του αρχείου και ακόμα κι αν σβήσω το γραπτό μου αυτό θα μείνει εκεί, να κυριαρχεί έστω και σ’ ένα άδειο αρχείο;
Καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα γύρισε και με κοίταξε με μια λοξή ματιά. Μου είπε ‘πες μου τι βλέπεις σ’ αυτό το λειψό φεγγάρι’. Μου ΄ηρθε να του κλείσω την πόρτα στα μούτρα, να τον εξορίσω από την πλάση. Αλλά, άνθρωπος εγώ, μπορώ να εξορίσω οποιονδήποτε; Από πού; από την ψυχή μου; ‘Βρε, καλώς τις υποσημειώσεις’, θα λέω κάθε λίγο και λιγάκι. ‘Πού είσαι και σ’ έχασα;’ Κι έτσι, παλεύω. Παλεύω να τον τυλίξω στις λέξεις. Παλεύω να τον κάνω να εξαφανιστεί, και καθώς το κερί που τον τυλίγω τον αγκαλιάζει, πιο πολύ με γλυπτό μοιάζει, ως έργο τέχνης αναδύεται, και το κερί πληθαίνει, και οι λέξεις πολλαπλασιάζονται και γινονται το σενάριο της ζωής μου, και μπλέκεται το φεγγάρι με τις λέξεις, και η επιθυμία μου να το εξορίσω με την υποσημείωση, και με μπλέκουν, και γράφω και διορθώνω, και σβήνω με λύσσα, και πάλι γράφω….
28-11-07
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου