17/12/11

ΤΟ ΑΝΤΗΛΙΑΚΟ

Κατηφορίζοντας την Ερμού τη χτύπησε ένας βαθύς πόνος στο αριστερό γόνατο. Ανεξήγητος. Την ενόχλησε για λίγο, αλλά έπειτα τον απώθησε κοιτάζοντας τα καταστήματα. Δεν ήθελε να αγοράσει τίποτα, απλώς χάζευε τις βιτρίνες των καταστημάτων. Δεν ειχε χρόνο για πολλά-πολλά. Στο σπίτι την περίμενε άπειρη φασίνα. Δεν κατάλαβε πώς μπήκε στο κατάστημα καλλυντικών. Μια καινουργια κρέμα ημέρας και μια νέα κρέμα ματιών ήταν απαραίτητα. Μια δυνατή κρέμα ματιών –οι σακούλες κάτω απ’ τα μάτια της μπορούσαν να παραβγούν τις σακούλες του σούπερ-μάρκετ. Δυνατό το κλιματιστικό μέσα στο κατάστημα. Της άρεσε. Φέτος ήταν η πρώτη χρονιά που το καλοκαίρι δεν ήταν γι’ αυτήν. Αντίθετα από άλλα χρόνια που περίμενε πώς και πώς τον Ιούνιο, φέτος η σκέψη που έκανε ήταν μάλλον αρνητική: «το καλοκαίρι θα έρθει. Εμείς, θα είμαστε εδώ για να το υποδεχτούμε;» Και πράγματι, το καλοκαίρι είχε έρθει, αλλά εκείνη το κοίταζε μάλλον δυσαρεστημένη. Πέρσι δεν ήταν έτσι. Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και κάτι προστίθεται –αντιαισθητικό- και όλο και κάτι αφαιρείται –κάτι από εκείνα που συνθέτουν τη διάθεση για ζωή.
Τι όμορφο το τραγούδι που ακουγόταν από τα μεγάφωνα: «Στου κορμιού σου τ’ ακρογυάλια, να με φέρνουν μαϊστράλια, και καράβια Χιώτικα…» Έπεσε περισσότερο η διάθεσή της, καθώς κοιτούσε τη νεαρή πωλήτρια να παρατάσσει αδιάφορη πάνω στον πάγκο όσες κρέμες ματιών υπήρχαν στο μαγαζί. Κουρασμένη κι εκείνη, από άλλους λόγους. Δεν της έλεγε τίποτα το τραγουδι. Κι όμως, θα μπορούσε να έχει γραφτεί για εκείνη. Για όλες αυτές τις νεαρές κοπέλες που ξεκινούν το ταξίδι τους τώρα –το ταξίδι στη ζωή. Το ύφος της όμως έδειχνε πως της ήταν βαρετός ο στίχος, η μουσική. Η κούραση της δουλειάς, η ανία της καθημερινότητας την αποπροσανατόλιζε από το μήνυμα που έστελνε ο τραγουδοποιός. Τι κρίμα να απευθύνει ερωτική εξομολόγηση σε κάποιον που δεν ξέρει σήματα μόρς. Κρίμα για τον πομπό, κρίμα και για τον δέκτη που αγνοεί το μήνυμα.
Τελικά πήρε και μια αντηλιακή σώματος. Δεν την πίεσε η πωλήτρια. Μόνη της το αποφάσισε. Πιο ικανοποιημένη από το βάρος των καλλυντικών στην τσάντα, προχώρησε στο επόμενο βήμα: το άρωμα. Μέρες τώρα το ήθελε. Της είχε τελειώσει, κι ήταν το μόνο πράγμα που της έφτιαχνε τη διάθεση τον τελευταίο καιρό. Κοίταξε το πορτοφόλι της για να δει αν θα το άντεχε ο προϋπολογισμός της –τσίμα-τσίμα. Διάλεξε το μεγάλο μπουκάλι για λόγους ‘οικονομίας’. Πλήρωσε στο ταμείο και βγήκε στο δρόμο ξανά. Ο πόνος στο γόνατο την ακολουθούσε πιστά.
Κοίταξε τα μαλλιά της στον καθρέφτη μιας κολωνας–πολύ συνηθισμένα. Τόσα χρόνια το ίδιο χρώμα, και τι κατάλαβε; Να το τολμήσει να τα ανοίξει λιγάκι; Να τα σκουρύνει; Τι βλέπουν όλοι αυτοί που έρχονται από απέναντι; Μια ώριμη γυναίκα –άραγε έμοιαζε με τη μάνα της; Τσιτώθηκαν τα νεύρα της. Οι αρσενικοί την προσπερνούσαν αδιάφορα. Όχι πως είχε ανάγκη από σύντροφο, από ζωή είχε ανάγκη. Να γυαλίσουν τα μάτια της.
Χτύπησε μια υπενθύμιση στο κινητό της, κι έπειτα άλλη μία: έπρεπε να συζητήσει με τον άντρα της το ενδεχόμενο να πάρουν δάσκαλο για τα γερμανικά στη μικρή –υπενθύμιση ένα. Έπρεπε να μιλήσει αύριο στο αφεντικό της για το ενδεχόμενο να λείψει καμιά εβδομάδα –υπενθύμιση δύο, διακοπές. Διακοπές… αδιάφορο κι αυτό καθώς και όλα φέτος. Κι ο ήλιος αδιάφορος, κι η θάλασσα αδιάφορη, και οι ζωγραφιές στο τέλος του αναγνωστικού –κουβαδάκια και σωσίβια στην άμμο, κι αστερίες…
Έστριψε αριστερά για την Πανδρόσου, κι ύστερα πάλι αριστερά για τις καφετέριες. Κάθισε ανάμεσα στα ζευγαράκια των τουριστών που ξεκουράζονταν πριν ανηφορίσουν για την Ακρόπολη, και παρήγγειλε καφέ. Τον ήπιε στα γρήγορα, ούτε μια ανάσα δεν πήρε καλά καλά. Η ζέστη δυνάμωνε, ο ήλιος έπεφτε στα ακάλυπτα μπράτσα της και την έκαιγε. Έβγαλε την αντηλιακή και άλειψε τα χέρια της πριν κοκκινίσουν. Έστρεψε το βλέμμα της στον ήλιο και χαμογέλασε διακριτικά: «Κάποτε νόμιζα πως μπορούσα κι εγώ να σε κάψω. Τώρα βλέπω πως δεν βρίσκεται άνθρωπος στη γη που να μπορεί να σε συναγωνιστεί». Τα πιτσιρίκια που σχόλασαν εκείνη τη στιγμή από το λύκειο, πέρασαν μπροστά της με φωνές και γέλια: αύριο τελευταία μέρα στο σχολείο! Χαμογέλασε με την ορμή τους. «Κι αυτά νομίζουν πως μπορούν να σε κάψουν» σκέφτηκε. «Πάντα κάποιος θα πιστεύει πως μπορεί…» Με τα γυαλιά ηλίου, με τα κολλητά μπλουζάκια, τα αστραφτερά χαμόγελα, τον αέρα της παντοδυναμίας, η εφηβεία που βγαίνει μπροστά και θέλει να κάψει τον κόσμο.
Σηκώθηκε και έκανε δυο τρία βήματα να δοκιμάσει το γόνατό της. Κάπως καλύτερα ήταν. Στον ηλεκτρικό κάθισαν απέναντί της δυο παιδιά από την παρέα των εφήβων. Της φάνηκε πως κοιτούσαν γύρω τους με υποτίμηση. Πριν λίγον καιρό θα ένιωθε ένα μαζί τους και θα γελούσε. Τώρα ήξερε πως κι η ίδια ήταν στόχος της υποτίμησής τους. Ήταν «μεγάλη», και μόνο γι’ αυτό άξιζε την αμφισβήτησή τους. Ω, πώς, δεν το ήξερε κι η ίδια…; Το παράξενο ήταν μόνο που ο κόσμος ξαφνικά είχε τριχαστεί, ενώ πριν ήταν πιο απλουστευμένος: νέοι και γέροι. Τώρα ήταν νέοι, ώριμοι, γέροι. Δεν ανήκε στους νέους πια, δεν ανήκε ούτε στους γέρους. Ανήκε στην ηλικία που ανακαλύπτει πως δεν μπορεί να χλευάσει το θάνατο. Ούτε το δικό της, ούτε των άλλων.
Κατέβηκε στο σταθμό της γειτονιάς της. Οι σκάλες για να ανέβει στην πλατεία την κούρασαν πολύ. Τα εφηβάκια ανέβαιναν δίπλα της φωνάζοντας για το συμμαθητή τους που έκαψε τα βιβλία του. Της ανέβαζαν την αδρεναλίνη με τόσες φωνές.
Στο σπίτι έπιασε στα γρήγορα δουλειά. Σκούπισε, κι ύστερα μάζεψε όσα άχρηστα αντικείμενα είχαν πιάσει χώρο πάνω στο κομοδίνο και μέσα στα συρτάρια, και τα έβαλε σε μια σακούλα. Το δεύτερο συρτάρι ήταν γεμάτο με τα παλιά της διηγήματα. Νεανικές κι εφηβικές ερωτικές φαντασιώσεις. Πολλά διηγήματα, μερικά θεατρικά έργα, γραμμένα από τα δεκατέσσερά της κιόλας. Τα ξεφύλλισε. Ήρωες που αγάπησαν, που πόνεσαν, και που έσμιξαν με τον άνθρωπο της ψυχής τους. Παλιές ιστορίες. Χωρίς λόγο ύπαρξης πια. Αφού κι η ίδια γνώρισε τη ματαιότητα αυτής της «ολοκλήρωσης». Άναψε σ’ ένα ντενεκέ μια φωτιά και τα πέταξε μέσα ένα-ένα. Στο μυαλό της γύριζαν τα εφηβάκια και τα γέλια τους, κι ήλιος… Ύστερα γύρισε να ξεσκονίσει τα κομοδίνα της κρεβατοκάμαρας.

1 σχόλιο:

mareld είπε...

Στέλλα...Μια καληνύχτα σου αφήνω ζεστή..ανθρώπινη..

http://www.youtube.com/watch?v=hOiNEjnIA30&feature=related