25/5/14

Μέσα στο φως




«Υπάρχει κάπου, μα όχι εδώ. Υπάρχει μια ζωή απαλλαγμένη απ’ το μαύρο. Μια άλλη ζωή που σ’ αφήνει να είσαι αυτός που είσαι. Αυτός που ξεκινάς να είσαι. Όχι εδώ όμως… Εδώ ο τόπος είναι μικρός, μια σταλιά… Λίγα χωράφια ξερικά –πιο ξερικά, πουθενά αλλού στον κόσμο. Βουνό και θάλασσα. Δε χορταίνεις ποτέ σου. Ούτε από ζωή, ούτε από ξεγνοιασιά, ούτε από νερό. Μόνο από φως. Είναι πολύ το φως εδώ… 

Η φτώχεια του τόπου μας έκανε κλειστούς. Μιλάμε στο γείτονα, γελάει το χείλι μας. Μα μέσα μας είμαστε κλειστοί. Κοιτάμε τα ρούχα που φορεί ο διπλανός μας και τη ζωή που κάνει, και τα χωράφια που διαφεντεύει. Είναι πιο πολλά απ’ τα δικά μας ή νομίζουμε πως είναι, και βέλος ακίδωτο καρφώνεται στην καρδιά μας.  Είναι καλύτερός μας, κι αυτό δεν το αντέχουμε. 

Οι μόνες ώρες που μας δένουνε όλους μαζί είναι τα πανηγύρια. Όσα απομείνανε. Στην Αθήνα κανένα. Πολύ μοναξιά εκεί. Απομόνωση κι αίσθημα ότι δεν ανήκεις πουθενά. Λιγοστοί συγγενείς και μοιράζεσαι μαζί τους τις γιορτάδες. Στο χωριό μου είναι πιο καλά. Σμίγουμε όλοι μαζί, πίνουμε να ξεχάσουμε όσα μας χωρίζουνε, τη ζαλάδα μας την κάνουμε τραγούδι και χορό.  Γέλιο και κέφι. Την επόμενη μέρα γυρνάμε πάλι στο μέτρημα.  

Πάντα το ξέραμε πως ο τόπος μας δε θα μας χαρίσει τη ζωή. Σαν τους πρωτόπλαστους θα ιδρώσουμε και θα πονέσουμε, θα ματώσουμε. Και θα είμαστε μέσα στον Παράδεισο. Παράξενος παράδεισος στ’ αλήθεια. Φως και αέρας, φως και νερό, φως και χώμα, βράχια, ελιές, αμπέλια. Κι εμείς Πρωτόπλαστοι, κι αλήτες. Δίνουμε τη ζωή μας αντίτιμο για να ζούμε σ’ αυτόν τον τόπο, τον ελάχιστο και πανέμορφο, τον σκληρό κι ανελέητο. Δε φταίει αυτός για τη φτώχεια του. Πλαγιάζουμε στις πέτρες, πίνουμε το φως, είμαστε πάντα στην πορεία, ποτέ στο τέρμα. Ζωή, μας είπανε, θα πει να παλεύεις σ’ ένα ξερό χωράφι να το κάνεις ν’ ανθίσει. Το ξέρεις πως δεν θα προλάβεις να το δεις ανθισμένο. Ίσως μέσα σου το ξέρεις κιόλας: δεν θα ανθίσει ποτέ.  Όμως παλεύεις. Γιατί δε μπορείς παρά να παλεύεις. Η ελπίδα είναι γι’ άλλους. Για μας, η ξερή σιδερόπετρα και το αγριόχορτο. 

Πάντα, σ’ αυτόν τον τόπο, σκότωναν το άλλο. Το διαφορετικό. Η αγωνία της κοινότητας για να σώσει τον εαυτό της από την αλλαγή. Είναι εις γνώση μου: σ’ αυτά τα χώματα σύρθηκαν αλυσίδες, κι έκλεισαν μέσα τους πνεύματα μεγάλα, που ονειρεύτηκαν τον Άνθρωπο. Εξορία ήταν το τίμημα, θάνατος, φυλακή. Δεν είναι λοιπόν για να χάσεις την ισορροπία σου και να φανείς βλαμμένος –ή σωτήρας, το ίδιο κάνει. Όσοι γεννηθούν με το στίγμα, φοβούνται. Κάνουν ό,τι περνά απ’ το χέρι τους να μη σημαδευτούν. Είναι άλλοι που δεν τα κατάφεραν. Το μέλλον τους αβέβαιο. 

Κι όμως. Είναι στιγμές που το νιώθεις: κάποιος εκεί έξω είναι σύμφωνος με τη διαφορετικότητά σου. Εσένα που αφουγκράστηκες τους κρωγμούς των πουλιών, το φύσημα του ανέμου. Φτάνει να ‘χεις ακούσει αυτό που ψιθυρίζει στα φύλλα του ο δρυς ο αιωνόβιος, του Διός τ’ αγαπημένο δέντρο. Εσένα που σου φανερώθηκε το μυστικό: ο άνθρωπος είναι αθώος μέσα στη φύση –το σπίτι του-, είναι αθώος χωρίς την ενοχή και την αδικία. Ο άνθρωπος είναι παιδί. Το μυστικό που μεταμορφώνει τον άνθρωπο από σκυφτό σε γελαστό κι από κλειστό σε διάπλατο. Κι αφού όλοι το γνωρίζουμε, γιατί κλείνουμε τα μάτια;


Με το τέλειωμα του στρατιωτικού όλα τα προηγούμενα μου είχαν καρφωθεί στο μυαλό. Ζητησα να ζήσω τη ζωή μου σ’έναν τόπο που να βοηθήσει να γνωρίσω το μυστικό της αθωότητας και της καθαρότητας. Πέντε χρόνια στη σχολή κι άλλα δυο στο στρατό, μου έδειξαν το χωριό μου. Πιο βαθύ και πιο πλατύ από τα χιλιόμετρα που καλύπτει η πόλη. Μια πατουνιά γης και ατέλειωτη θάλασσα τριγύρω, μα τα διδάγματά της ήταν πιο ταιριαστά μέσα μου. Η γλώσσα της ήταν η γλώσσα μου. Αυτή ήταν για μένα. Πίκρανα τους φίλους μου, αλλά έφυγα.  Πήρα τα βιβλία μου και τα τετραδια, το καβαλέτο μου και τα πινέλα, τα χρώματα και τις προσδοκιες μου και μπάρκαρα για το νησί.

Βρίσκομαι από καιρό στο χωριό μου. Στο σπίτι το λιτό, μαζί με τη μάνα μου, που με παρακολουθει να δει τι σκέφτομαι. Να τι σκέφτομαι: το τραπέζι, οι καρέκλες, οι γλάστρες της, είναι στον ίδιο τόπο που τα ‘χε αφησει πεθαίνοντας η γιαγιά μου. Κι η γιαγιά μου τα ‘φησε εκεί, γιατί τα αβρήκε από τη μάνα της. Αυτή η αίσθηση να περπατάς στα χωράφια και στις αμμουδιές των παππούδων σου μου ‘χε λείψει. Μιωθω μια εμπιστοσύνη σ’αυτόν τον τόπο. Μυρίζω το ξερό χορτάρι, το φρυμμένο χώμα, το σκίνο και τη χαρουπιά. Μια μεγάλη προστατευτική μήτρα γύρω μου. Τα π ρωινά τρώγω ελιές και τυρί, πίνω τσάι ή γάλα απ’την κατσίκα, κι ανασαίνω το αεράκι που μια μου φέρνει αρμύρα πελαγίσια, μια τη μυρωδιά του χώματος. Έχω ελάχιστα –δε θἐλω παραπάνω. 

Στέκομαι και κοιταζω τη θάλασσα, και μου μιλά χωρίς λόγια κατευθείαν στην καρδιά. «Μνήμη του λαού μου» που λέει ο ποιητής. Ναυτοσύνη του πατέρα μου, λατρεία και φόβος και θαυμασμός. Ο βυθός της, μοίρα μου και αγάπη. Η καθαρότητα, η αλαφράδα, η ελευθερία της, έμπνευση. Είναι στα μάτια μου το θηλυκό: οι ήχοι της, τα χρώματα, οι μυρωδιές και τα θωπεύματά της. Όλος ο κόσμος θάλασσα. Όλος ο κόσμος επιφάνεια, και το κουκί του μυστικού είναι στο βυθό. Αυτό το μυστικό θέλω να βρω, να το γευτώ και να το πω. Να δώσω στον κόσμο την αρμονία που του στέρησαν οι επαγγελματίες της ενοχής. 

Το χωράφι του παππού. Μερικές ελιές, χώμα  που μυρίζει καλοκαίρι, συκιές και ξερόχορτα. Εδώ στις πιο ασήμαντες μέρες μου έζησα ως παιδί τα πιο σημαντικά. Όσα μου έδωσαν την ταυτότητά μου. Τις μόνες βεβαιότητες που έχω μέσα μου. Όχι τις σκέψεις, τις ιδεολογίες, ή τις ανάγκες μου. Αλλά το είναι μου. Το γαλάζιο του ουρανού πίσω απ’ τις ελιές, τ’ αμπέλι κι η κληματαριά, το χώμα και στο βάθος η θάλασσα. Η μόνη μου βεβαιότητα. Θα με πουν ρομαντικό: δικαίωμά μου και κέρδος μου. Ποιος θα με κρίνει;

Αν έχει κανείς να αναμετρηθεί με κάτι, αυτό είναι εντελώς προσωπικό. Αυτό είναι ο θάνατός του. Όχι ο θάνατος γενικά –αυτός είναι ένα απλό γεγονός. Το σταμάτημα της ανάσας σ’ έναν ύπνο αγρήγορο, που μπορεί να είναι μια πόρτα για μια νέα περιπέτεια, μπορεί όμως και όχι.
Όμως ο θάνατός μου είναι ο κριτής μου –δηλαδή εγώ τη στερνή μου τη στιγμή. Με όλα τα έγγραφα των πεπραγμενων και των μη πεπραγμένων μου. Κυρίως των δεύτερων. Είναι άθλιο το δείλι της ζωής σου να σε ‘βρει πεινασμένο. Ο  άνθρωπος πρέπει να φεύγει χορτάτος. 

Σκηνοθετώ το θάνατό μου: Πρωινό καλοκαιρινό φως. Δροσερές ακτίνες πάνω σε λευκά σπίτια, κι η θάλασσα κάτω σγουρή. Μελτεμάκι δροσερό. Ένα πλοίο βγαίνει από το λιμάνι. Παντού μυρωδιά θαλασσας. Ένα τσούρμο παιδιά τρέχει στα φωτεινά σοκάκια φωνάζοντας. Ακινητούν τα θυμάρια, τ’ αμπελια, οι ηφαιστειογενείς πέτρες κάτω από το φως. Κι εγώ, καθόλου άυλος. Με μάτια που εξερευνούν, με χέρια που αδράχνουν, μύτη απαιτητική, και γεύση ακόρεστη, με γράμματα για να τα διαβάζεις και να τα γράφεις. Εδώ, οι αγάπες που έλπισα, η Ηρώ, η Αμαλία, η Φωτεινή. Εδώ κι οι αγάπες που έζησα: η Λένα κι η Δήμητρα. Εδώ, οι στίχοι που σκάρωσα, τα τραγούδια που αγάπησα, οι φίλοι κι οι σκέψεις που ανταλλάξαμε. Η λατρεία μου για τον τόπο των προπατόρων, που ακόμα δεν εξαργυρώθηκε. Η συνενοχή σε όλον τον κόσμο που συνάντησα. Το γέλιο που χάρισα και τα σφάλματα που δεν μπόρεσα να μην κάνω. Ο τρόμος κι η μοναξιά ελάχιστα. Γι’ αυτό γύρισα εδώ.»  

Οι εικόνες είναι του Παντελή Ζωγράφου
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: